Χορτάριασαν οι πέτρες,
Πέτρες παντού,
Ασοβάντιστες
Παραδοσιακά λαξευμένες.
Μα ποια χέρια τις κουβάλησαν δω πάνω στο λόφο;
Κάτω απ’ το κάστρο έστησαν τις ζωές τους
Αιώνες ολάκερους κείνοι και τα παιδιά τους.
Μα οι ζωές τους βάρυναν από τα χρόνια
Και τα γόνατα λύγισαν κάτω απ’ το βάρος του γήρατος,
Πιο βαριά κι από τις πέτρες έγιναν τα βήματα.
Γεννήθηκες σκλάβος μέσα στα πέτρινα φρούρια,
Με αντάλλαγμα μια υπέροχη θέα,
Που σε κρατά σιδηροδέσμιο μέσα στα πέτρινα τείχη
Με τον κίνδυνο κάποιων αδίστακτων πειρατών.
Τώρα πια ο μόνος κίνδυνος είναι να γκρεμίσουν,
Όσα δε γκρέμισε ποτέ ο εχθρός, να τα γκρεμίσει τώρα ο χρόνος,
Σκληρός κι αδυσώπητος.
Λυσσομανά ο βοριάς πάνω στις πέτρες κι η βροχή,
Συνεργάζονται αιώνες τώρα,
Κι όλο και παίρνουν και κάποιο ψήγμα,
Ψηφίδα, ψηφίδα απ’ τις πέτρες και την παρασέρνουν.
Χτίζουν μ’ αυτή στάλα τη στάλα φωλιές τα πουλιά
Και ξαναγεννιέται ο κόσμος κάπου αλλού.
Σ’ άλλα νησιά, σ’ άλλους κάμπους, μέσα σε ρεματιές,
Μετακομίζει η ζωή κι από δω φθίνει.
Ρημαγμένα τα σπίτια απ’ το βάρος της πέτρας
Και το λιοπύρι του δεκαπενταύγουστου
Βράζουν τα σοκάκια, πέτρινα κι αυτά.
Σώπασαν απότομα απ’ τα ξενόγλωσσα «καλημέρα»
Έφυγαν για πάντα οι ξανθωποί γειτόνοι .
Σφάλισαν τα παραθύρια τα χρωματιστά
Και το μωσαϊκό έμεινε μονότονο πάνω στην καρτ-ποστάλ
Της πολυφωτογραφημένης πόλης.
Ξεθώριασαν τα χρώματα, μα ποιος να τα φρεσκάρει;
Χάθηκαν κι οι ζωγράφοι κι οι αρτίστες κι οι φωτογράφοι,
Προτίμησαν τα πιο σικέ νησιά, εκεί που τους γνωρίζουν.
Μήπως γιατί ξάφνου όλοι γενήκαν φωτογράφοι
Κι όλοι ζητούν το εύκολο, το γρήγορο, το ά-πονο;
Ποιος να κουβαλήσει,
ποιος να ξεχορταριάσει τις μικρές αυλές,
Ποιος να δρέψει τους καρπούς των δέντρων;
Ποιος να ποτίσει, να ξεδιψάσει τους πέτρινους τοίχους με το λάστιχο;
Ποιος να ασπρίσει με το λουλάκι το πλυσταριό που σαπίζει;
Μείναν μονάχα τα παράθυρα, σφαλιστά απ’ το πένθος
Ν’ αγναντεύουν το πέλαγο από ψηλά
Περιμένοντας κάποιους «βαρβάρους»,
Που όπως είπε ο ποιητής
«ήταν μια κάποια λύση»…
Annie Grey, 26/05/2021