Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που σε φιλοξενούμε στο blog μας, Γιάννη. Είσαι ο πρώτος συγγραφέας που μας μιλάει άμεσα. Πες μας λοιπόν λίγα πράγματα για σένα πριν φτάσουμε στο πώς προέκυψε η συγγραφή.
Καλώς σας βρήκα. Θέλω να σε ευχαριστήσω για την πρόσκληση, Αριάδνη, είναι τιμή μου!
Δεν έχω και πολλά να πω για μένα. Είμαι γεννημένος στην Αθήνα το 1994, σπούδασα Γεωπονία στη Θεσσαλονίκη και έκανα το μάστερ μου στη Φαρμακευτική του ΕΚΠΑ, και έκτοτε δουλεύω στον τομέα αυτό.
Ωραία λοιπόν. Πες μας για το πρώτο σου βιβλίο, το «Από μέσα πεθαμένοι», από την ιδέα ως την υλοποίησή του και για το πώς το δέχτηκε το κοινό. Ήταν δύσκολο να κερδίσεις αναγνώστες όντας ένας νέος συγγραφέας?
Διατηρούσα ένα ανώνυμο μπλογκ από την εφηβεία μου, το οποίο χρησιμοποιούσα ως μέσο ψυχοθεραπείας και αποφόρτισης. Κάποια στιγμή, στα 19 μου, συνειδητοποίησα ότι δε με ανακούφιζε πλέον επαρκώς αυτή η μορφή έκφρασης και αποφάσισα να γράψω κάτι πιο οργανωμένο· έτσι προέκυψε το «Από μέσα πεθαμένοι», αρκετά αβίαστα και χωρίς προσδοκίες έκδοσης, όσο το έγραφα. Ήταν μονάχα ένας τρόπος να αντέξω τον εαυτό μου και την καθημερινότητα. Έβαλα ό,τι βασάνιζε τον έφηβο εαυτό μου σε εκείνο το βιβλίο, ένα κομμάτι της ψυχής μου και —κατά κάποιο τρόπο— το ξόρκισα μακριά.
Για βιβλίου ενός άγνωστου συγγραφέα και για τα δεδομένα εκείνου του εκδοτικού οίκου, πήγε πολύ καλά, ωστόσο υπήρχε πολλή μεγάλη δυσκολία στο να βρει το κοινό του. Κανείς δεν έχει λεφτά ή χρόνο για χάσιμο, είναι λογικό το κοινό να είναι επιφυλακτικό.
Ποια είναι η γνώμη σου για την προώθηση των βιβλίων και των συγγραφέων. Χρειάζονται κι εκεί Δημόσιες Σχέσεις και γνωριμίες?
Νομίζω ότι δυστυχώς έτσι λειτουργεί ο κόσμος, σε όλους τους τομείς, όχι μόνο στην τέχνη. Ωστόσο, είμαι φύσει εσωστρεφές και μοναχικό άτομο, και μου προκαλεί άγχος και θλίψη η συνειδητοποίηση αυτή.
Προσωπικά, ανέκαθεν θεωρούσα ότι η μαγεία της λογοτεχνίας έγκειται σε μεγάλο βαθμό ακριβώς στο ότι μπορεί να ταυτιστείς ως αναγνώστης με έναν άνθρωπο που έζησε σε μια πολύ μακρινή εποχή, σε έναν τελείως διαφορετικό τόπο, και να επικοινωνήσεις αληθινά μαζί του χωρίς να μάθεις καν πως μοιάζει ποτέ. Από την άλλη, ίσως αυτή η σκέψη μου να συνιστά απλώς έναν παρωχημένο και αφελή ρομαντισμό στο σήμερα.
Θα θέλαμε τώρα να έρθουμε και στο δεύτερό σου βιβλίο, το οποίο μάλιστα είναι και υποψήφιο για τα βραβεία του PublicBookAwards, στην Κατηγορία Ελληνικό Μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα «Στη γη της αιώνιας θλίψης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή. Μίλησέ μας για τη σύλληψη της αρχικής του ιδέας.
Πρόκειται για ένα αλληγορικό μυθιστόρημα που ένα σημαντικό κομμάτι του πυρήνα του αποτελεί ο προβληματισμός για τη νομοτέλεια της ζωής και της ανθρώπινης φύσης. Για το κατά πόσο μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό που είμαστε «προγραμματισμένοι» να είμαστε· είτε από τη φύση μας, είτε από «τις φυλακές» της παιδικής μας ηλικίας. Θυμάμαι πως με προβλημάτιζε τότε σημαντικά η επαναληψιμότητα κάποιων συμπεριφορών, κάποιων μοτίβων συμπεριφοράς, τόσο σε μένα, όσο και στον κοινωνικό μου περίγυρο. Βρίσκω τρομακτική αλλά και γοητευτική, με έναν άγριο και σκληρό τρόπο, την ανθρώπινη φύση. Νομίζω ότι κι εγώ είμαι τρόπον τινά καταδικασμένος όλα τα βιβλία που θα γράψω ποτέ να περιστρέφονται γύρω από αυτήν.
Οι ήρωές σου Γιάννη, είναι αληθινοί? Παρμένοι από τη ζωή σου, άνθρωποι που γνωρίζεις ή έχεις ακούσει γι’ αυτούς ή εντελώς δημιούργημα της μυθοπλασίας?
Είναι αληθινοί, εφόσον έχουν γραφτεί με ψυχή. Σίγουρα, από εκεί και πέρα, συνιστούν κράματα ανθρώπων που έχω γνωρίσει. Από περαστικούς που συνάντησα φευγαλέα για μια στιγμή στο μετρό, μέχρι ανθρώπους που γνωρίζω χρόνια.
Πόσο αυτοβιογραφικά είναι τελικά τα βιβλία σου?
Είναι —με έναν μαγευτικό και μυστηριώδη τρόπο που επιτρέπει μόνο η λογοτεχνία— πλήρως αλλά και καθόλου αυτοβιογραφικά, ταυτόχρονα. Σίγουρα το πρώτο βιβλίο, ως πιο εφηβικό και ερασιτεχνικά γραμμένο ήταν πιο αυτοβιογραφικό. Αλλά στο 2ο, η ψυχή μου είναι μοιρασμένη σε όλους τους χαρακτήρες, και όλοι μαζί συγκροτούν το «Όλον».
Γράφεις ή σκοπεύεις να συνεχίσεις πάντα σε μυθιστόρημα ή σου αρέσουν κι άλλα είδη? Τα χρόνια αυτά της παγκόσμιας επιδημίας σε επηρέασαν στον τρόπο που γράφεις?
Τα χρόνια της επιδημίας δεν ξέρω πώς ή κατά πόσο με επηρέασαν, αλλά γνωρίζω πως δεν κατάφερα να γράψω τίποτα, και αυτό είναι κάτι που με βασανίζει καθημερινά.
Θεωρώ πολύ πιο δύσκολο να γράψει κανείς κάτι αξιόλογο σε μικρές φόρμες· διηγήματα, παραμύθια, ποίηση. Εγώ, τουλάχιστον, δεν θα το έκανα με επιτυχία, επομένως δε νομίζω να ξεφύγω ποτέ από το μυθιστόρημα ως τρόπο έκφρασης.
Πες μας και το όνειρό σου, τον στόχο σου τον μακροπρόθεσμο. Εκεί που επιθυμείς να φτάσεις σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας.
Χμ, νομίζω ότι ξέρω από τα 20 μου αυτό που θέλω ως προς το γράψιμο, και είναι από τα λίγα πράγματα στη ζωή μου για τα οποία εκφράζομαι με βεβαιότητα, αν όχι το μοναδικό.
Μακροπρόθεσμα, θα ήθελα μονάχα να ξέρω πως υπάρχει εκεί έξω ένας εκδότης και ένα μικρό σταθερό σύνολο ανθρώπων που θα ανυπομονούν αληθινά να διαβάσουν αυτά που γράφω. Αυτό είναι το όνειρό μου. Και ίσως τότε να μπορώ να με χαρακτηρίσω επιτέλους «συγγραφέα», «λογοτέχνη», και όχι απλά «γραφιά»…
Σ’ ευχαριστούμε για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης και θα χαρούμε για μία καλή θέση σου στα βραβεία. Παραθέτουμε και το link όπου οι αναγνώστες μας μπορούν να σε ψηφίσουν ως και τις 12/07/2021.
https://www.publicbookawards.gr/2021/vote2021.php?auto=1&CatID=1&id=203
Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για τη φιλοξενία αλλά και την απολαυστική συνέντευξη! Εύχομαι ολόψυχα κάθε επιτυχία στο μπλογκ σου!