Η Δήλος, μια βραχονησίδα, μόλις 5 χμ. μήκους και 1300 μ. πλάτους, ήταν στην αρχαιότητα Ιερό νησί, επειδή εδώ γεννήθηκε ο Απόλλωνας και η Άρτεμις, δύο από τους πιο σημαντικούς θεούς του Ελληνικού πανθέου. Βρίσκεται στην καρδιά του Αιγαίου, στο κέντρο των Κυκλάδων που σχηματίζουν κυκλικό χορό γύρω της – “εστία των νήσων” την ονομάζει ο Καλλίμαχος (3ος αι. π.Χ.), δηλαδή βωμό και κέντρο των νησιών.
Οι παλιότεροι κάτοικοι της Δήλου έκτισαν (γύρω στο 2.500 π.Χ.) τις ελλειψοειδείς καλύβες τους στην κορυφή του Κύνθου (113 μ. ύψος), από όπου, στις ταραγμένες και ανασφαλείς εκείνες εποχές, μπορούσαν εύκολα να εποπτεύουν και να ελέγχουν τη μικρή κοιλάδα και τη θάλασσα ολόγυρα. Οι Μυκηναίοι, που ήλθαν γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ., έχοντας ήδη εδραιώσει την κυριαρχία τους στο Αιγαίο, αισθάνθηκαν αρκετά ασφαλείς ώστε να εγκατασταθούν στην μικρή κοιλάδα πλάι στη θάλασσα. Το Απολλώνιο Ιερό, εδραιωμένο ήδη από τους Ομηρικούς χρόνους, έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή του στη διάρκεια των αρχαϊκών (7ος-6ος αι. π.Χ.) και κλασικών (5ος-4ος αι. π.Χ.) χρόνων. Έλληνες απ’ όλο τον τότε ελληνικό κόσμο συγκεντρώνονταν στο νησί για να λατρέψουν τον θεό του φωτός Απόλλωνα και την δίδυμη αδελφή του Άρτεμη, θεά της Σελήνης.
Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ., υπήρχαν ήδη λίγες κατοικίες και αγροικίες γύρω από το Ιερό. H πόλη, που σήμερα αντικρίζει ο επισκέπτης, αναπτύχθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες μετά το 166 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι, που ρύθμιζαν πλέον τις τύχες του Αιγαίου, κήρυξαν ατέλεια για το λιμάνι της Δήλου. Πλούσιοι έμποροι, τραπεζίτες και εφοπλιστές απ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο εγκαταστάθηκαν στο νησί προσελκύοντας ένα μεγάλο πλήθος οικοδόμων, τεχνιτών, γλυπτών και ψηφιδοποιών, που έκτισαν γι’ αυτούς πολυτελείς κατοικίες, διακοσμημένες με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά δάπεδα και αγάλματα. Το μικρό νησί πολύ σύντομα έγινε το maximum emporium totius orbis terrarum (Festus), δηλαδή το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της οικουμένης.
Υπολογίζεται ότι στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. σ’ αυτό το μικρό νησί, που δεν είναι παρά μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι και ότι στα λιμάνια του ήταν δυνατόν να διακινηθούν κάθε χρόνο 750.000 τόνοι εμπορευμάτων.
Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε στο νησί και οι φιλικές σχέσεις των Δηλίων με τη Ρώμη ήταν η κύρια αιτία της καταστροφής. Η Δήλος καταστράφηκε και λεηλατήθηκε δυο φορές: το 88 π.Χ. από τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, που ήταν σε πόλεμο με τους Ρωμαίους, και το 69 π.Χ. από τους πειρατές του Αθηνόδωρου, σύμμαχου του Μιθριδάτη. Από τότε το νησί έπεσε σε παρακμή και σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1872 και συνεχίζονται ακόμη, έχουν αποκαλύψει το Ιερό και ένα μεγάλο μέρος της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής πόλης.