Μη σε δουν νόστιμη, μεστή σαν ώριμο σύκο, με λίγο βυζί στρογγυλεμένο παραπάνω, τσουπ, να σου τα αιτήματα φιλίας. Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα. Εσύ στα 45 κι η γκάμα σου από 25 ως 60. Έχουν βγει όλοι για παγανιά. Κάποιος τους σφύριξε για «φρέσκο» εμπόρευμα. Μα να δεις τύπους ρε παιδιά και να λες που διάολο κρύβονταν όλοι τούτοι. Κυριότερο και κοινό χαρακτηριστικό το «μη γνωθει σ’ αυτόν». Κάτι φάτσες απίστευτες. Και λες ρε παιδί μου, «που πας φιλαράκι έτσι, ξυπόλυτος στ’ αγκάθια, που πας και τι γυρεύεις?» Κρεατάκι, δόξα τω Θεώ πουλάει ο χασάπης. Κάποτε ήταν μόνο τα χασάπικα, τώρα και στα σουπερμάρκετ. Ποιος ξέρει αύριο μεθαύριο, μπορεί και στα φαρμακεία. Είναι αυτό που λεν απελευθέρωση της αγοράς. Δεν θα υπάρχουν σύνορα. Ό,τι θες θα πουλάς. Ας πούμε στα μπορντέλα σαν συμπληρωματικές πωλήσεις θα βάλουν προφυλακτικά, λιπαντικά, τσιγάρα, ουισκάκια, κανένα σώβρακο μπας και ξεμείνεις, καμιά κάλτσα μπας και χάσεις το ταίρι, αρώματα, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
Εδώ που λες φίλε μου, είμαστε για να ξεδίνουμε. Ο καθένας φτιάχνει τη σελιδούλα του γιατί βλέπεις δεν υπάρχει απαγόρευση ούτε για αγράμματους – Θεέ μου αυτή η ορθογραφία- ούτε για άσχημους, ούτε για μικρούς, ούτε για ηλικιωμένους, ούτε φέις -κοντρόλ για ηλίθιους και πανίβλακες. Μας έδωσαν πρόσβαση σε όλους ανεξαιρέτως. Και τώρα θυμήθηκα το βάσανό μου κάθε φορά που έπρεπε να χρησιμοποιήσω ένα ρημαδοσύστημα στη δουλειά, να θέλω εκατό προσβάσεις κι ευχέρειες κι εκατό ρημαδοκωδικούς να θυμάμαι, που μαζί με τους άλλους τους ιδιωτικούς, γίνανε διακόσιοι, ε απηύδησα κι εγώ κι έκανα λίστα. Κι άσε να λένε για το Αλτσχάιμερ και την εξάσκηση στα μαθηματικά και τα σταυρόλεξα. Θα το κάψουμε φιλαράκι, στα κοντά είμαστε, θα το κάψουμε το εργαλείο και πού θα βρούμε στα 55 άλλο γι’ ανταλλακτικό.
Έχω ρε φίλε μου τη σελίδα μου ωραία και καλά. Σα να είναι το σπιτάκι μου. Εκεί που κάθεσαι, να ο απρόσκλητος, τσουπ ή μάλλον «ντογκ» και σκάει μύτη. Ό,τι ώρα να είναι, ό,τι εποχή, μέρα, νύχτα, μέσα σε κηδεία, μέσα σε ομιλία, την ώρα που γράφεις εξετάσεις, την ώρα που τρως, που αυτόνεις….«κλονγκ»! Κοινώς πρέπει να κλείνεις το ρημαδογουάι -φάι για να μη δέχεσαι. Κλείσαμε ρε φίλε, κλείσαμε γι απόψε. Κι αν ξεχαστείς και το αφήσεις ανοιχτό, θα έχεις όλη νύχτα παρέα «κλονγκ», «κλονγκ» που θα σε ρωτάει γιατί δεν κοιμάσαι, έχεις αϋπνίες ή ψάχνεις την παρέα των ονείρων σου στο ρημαδόκουτο. Και πώς να πείσεις μετά το έτερόν σου ήμισυ πως δεν τρέχει τίποτα εδώ μέσα με τόσα κουδουνίσματα? Πώς να εξηγήσεις για τον κάθε ξέμπαρκο που παίρνει σβάρνα βραδιάτικα όχι τα μπαράκια αλλά τα προφιλάκια και τα ξεψαχνίζει? Πού να είναι και ξεκλείδωτα. Κάποτε ρε παιδί μου νοιαζόσουν να κλειδώσεις το σπίτι πριν βγεις, τη νύχτα που μπαίνουν όλοι, το αυτοκίνητό σου μην το κλέψουν, το μαγαζί σου και να βάλεις συναγερμό, πάει στο καλό. Να θέλουμε τώρα κάθε τόσο να κλειδώνουμε τους λογαριασμούς μας, να κλείνουμε τα wifi, να μπλοκάρουμε ανεπιθύμητα εισερχόμενα, μια κλειδαριά η ζωή μας. Μας λείπει η μπάλα εκείνη η βαριά του φυλακισμένου με τη ριγέ στολή, η βαριά μολυβένια μπάλα του κατάδικου, για να μην μπορούμε να το σκάσουμε.
Μια δόση μου έβγαλε το μίντιο κάτι αδιάβαστα λέει μηνύματα. Εκεί να δεις ο κακός χαμός. Τι κούρδοι, τι τούρκοι, τι αλβανοί, τι μαύροι μου έλεγαν «πόσο ωραία είσαι κυρία», «γιου αρ μπουτιφουλ» τι κορμιά έχασα ακόμα το σκέφτομαι , τα είχα αδιάβαστα γιατί δεν ήξερα η αγράμματη πώς τα διαβάζουν και δαύτα και μέχρι να τα διαβάσω, μπορεί κανένας από δαύτους να πήγε αδιάβαστος από τον μάταιο τούτο κόσμο και όχι τίποτα δεν θα το μάθω και ποτέ. Ή ξέρω εγώ ρε φίλε, μπορεί να αυτοκτόνησε κιόλας ο άνθρωπος γιατί δεν αποδέχτηκα τη φιλία του και τα κομπλιμάν του και όχι τίποτα, θα το έχω κρίμα και στο λαιμό μου. Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! Άσχετο.
Μια φορά πάλι τυχαία από έναν παλιό φίλο που είχε μπει εν γνώσει του ο άνθρωπος για καμιά γνωριμία στα εξωτερικά κι έκανε προφίλ σε ένα άγνωστο για μένα μίντιο, λέω κάτσε για πλάκα να κάνω ένα λογαριασμό να δούμε τι ναι τούτο και τι καφέ κάνει. Γαλλικό, ελληνικό, εσπρεσάκι, αράβικο… Μόλις συνδέθηκα σε τούτο το πράμα, άρχισαν τα μηνύματα να! «Κούκλα μου, γλυκιά μου, γυναικάρα μου, τούτο, τ’ άλλο, το παρ’ άλλο», αχ Παναγία μου λέω εδώ χειρότερα τα πράγματα! Δεν θα το κράτησα ούτε δυο μέρες. Έφυγα πανικόβλητη κι αφού δεν είχα βάλει κι όνομα κανονικό όταν άρχισε το μαραφέτι να ξεπετάει όλα τα «μπουμπούκια» που κατοικούσαν λέει κοντά μου! Όι Παναγία μου λέω, ρεζίλι θα γίνω, θα λένε εδώ γύρω πως ψάχνομαι παντρεμένη γυναίκα! Από την άλλη πάλι πρόλαβα και «κατασκόπευσα» ένα σωρό πατριωτάκια που ψάχνουν ολόγυρα κυρίες να μιλήσουν! Α, κι αυτός? Και τούτος? Κι εκείνος? Να τα μας! Όπου φύγει, φύγει, κλείσιμο ο λογαριασμός! Μαζί με μένα έφυγε και το φιλαράκι μου γιατί ένιωσε κι άβολα που τον είχα ξετρυπώσει.
Για να γυρίσω πάλι στο αγαπημένο μου κοινωνικό γίγνεσθαι, ας πούμε για τα «φρούτα του δάσους» που συνάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα! Τώρα του δάσους, του πάθους τα λένε, δεν ξέρω. Έχουμε μπλέξει με όλα τα ξενόφερτα. Ακόμα δεν μπορούμε να μάθουμε τα φρούτα και τους καρπούς. Πας στο μανάβικο και θέλεις λεξικό. Κοτσιμπέρι, μπλουμπερυ, κράνμπερυ, σπόροι τζια, πάσιον φρουτ. Απ’ όλα τα «φρούτα» έχει ο μπαξές του μανάβη αλλά και του ιντερνέτ. Μήπως γιατί εμπνέουν πάθη, έρωτες και μίση? Κάτι τέτοιο μου μυρίζεται…
Σκάει μύτη αίτημα νεαρός υπο-υπο-αξιωματικός του στρατού. Είναι λέει συνήθεια, την ώρα της βάρδιας. Ω ρε και να βασιζόμασταν πολεμικά σε τούτα τα φρούτα! Μπουρλότο θα μας βάζανε και χαμπάρι δεν θα παίρναμε! Θα πέσουν κράτη, θα πέσουν κυβερνήσεις και δεν θα ξέρουμε και από πού μας ήρθε! Το πόρισμα θα πει (και θα γραφτεί και στα μελλοντικά βιβλία της ιστορίας ρε γαμώτο) πως η πατρίδα έπεσε από υπο-υπο-αξιωματικό που την ώρα της βάρδιας τσατάριζε με γκόμενα και βρέθηκε ημίγυμνος και σε κατάσταση έγερσης! Αχ Παναγία μου! Σαν το ναυάγιο που πήγαν οι άνθρωποι αδιάβαστοι στα άπατα της θάλασσας από μια βραδιά μπάσκετ στη γέφυρα την ώρα που μπήκε κρίσιμο καλάθι!
Η Μαγκιόρα