Της Σταματίας Καλλιβωκά

Πέμπτη ήταν η τελευταία μέρα που πήρα το μετρό.

Φορούσα τη μάσκα μου. Γάντια δεν είχα, διότι είχαν εξαντληθεί.

Βγαίνοντας λοιπόν, κατευθυνόμενη προς τη δουλειά (πριν “παγώσει” και αυτή), έψαχνα να βρω το αντισηπτικό.

Μια τσάντα γεμάτη με μαντιλάκια (πανάκριβα και δυσεύρετα, ομολογουμένως), το αντισηπτικό στο κάτω μέρος.

Με δυσκολία στην αναπνοή και πλήρη τύφλωση (μάσκα και γυαλιά μυωπίας δεν ταιριάζουν μαζί στο ίδιο πρόσωπο), έσπρωχνα βιβλία (να κρατάμε αυτά και όχι τα χερούλια), φρούτα (πού να πορευτούμε χωρίς τη Βιταμίνη C μας;), ακουστικά (να κάνουμε πως ακούμε μουσική, μην τυχόν και αποπειραθεί κανείς να μας μιλήσει!), φουλάρι (για προστασία σε περίπτωση που κάποιος βήξει από το ένα μέτρο), θερμόμετρο (και αν ανεβάσουμε πυρετό στα ξαφνικά, να μην το ξέρουμε;), πορτοφόλι (σε περίπτωση που πληρωθούμε, να έχουμε να δώσουμε χρήματα για το τεστ), οινόπνευμα (σωτήριο, μιας και άκουσα στο ραδιόφωνο πως αντισηπτικά γιοκ!).

Έχω αργήσει 5 λεπτά. Βαθιά ανάσα.

Φτου σου, ξέχασα πως φοράω μάσκα!

Προσπαθώ να τη βγάλω, με το ένα χέρι ακόμα χωμένο στην τσάντα, σφηνωμένο κάπου ανάμεσα στα βιβλία και το πορτοφόλι.

Είπαν να μην αγγίζουμε το μπροστινό μέρος, μόνο τα λαστιχάκια.

Κάποιος περνάει από δίπλα. Νομίζω πως πάει να βήξει και σκύβω, αλλά εκείνος γελάει. Κοιτάζομαι στο κοντινότερο τζάμι και συνειδητοποιώ γιατί. Το λάστιχο ανακάτεψε το μαλλί.

Με τα πολλά κατορθώνω και βγάζω τη μάσκα.

Εκεί, το συνειδητοποιώ.

“Θεέ μου, γίνομαι σαν εκείνους, που αδειάζουν τα ράφια των σούπερ- μάρκετ από χαρτιά υγείας, λες και το χαρτί υγείας είναι το πρώτιστο είδος ανάγκης!”

Ρίχνω μια σταγόνα αντισηπτικό και ενημερώνω πως θα καθυστερήσω.

Παίρνω μια ανάσα, αφού ελέγξω πως δεν είναι κανένας ύποπτος τριγύρω να βήχει.

Συνεχίζω την πορεία μου. Φτάνω και δε λέω γεια, ούτε αγγίζω, πάω στο νιπτήρα.

Ήταν η τελευταία μέρα που πήρα το μετρό, ήταν μια Πέμπτη σουρεάλ.

Περίπου μια εβδομάδα μετά μας συμβούλευσαν να μείνουμε στο σπίτι. Δύο εβδομάδες είχαν περάσει, και μας το επέβαλαν, διότι επρόκειτο για πανδημία.

Τώρα διαβάζω τα αστεία που κάνουν οι συντοπίτες στο διαδίκτυο (οι Ιταλοί χορεύουν στα μπαλκόνια, οι Έλληνες έχουν έμπνευση και φτιάχνουν βίντεο και στίχους) και υπόσχομαι να μην φορέσω ποτέ ξανά εκείνη τη μάσκα που κόβει την ανάσα. Ίσως να ράψω μια δική μου. Βρε λες να φτιάξω μία που να συνδυάζεται με γυαλιά και να την πουλήσω διαδικτυακά (μήπως και πληρωθεί και το ενοίκιο);

Καλύτερα να μείνουμε στο σπίτι.

Αν τελειώσει το αντισηπτικό, θα αξιοποιήσουμε το ληγμένο κρασί.

Αν τελειώσει το φαγητό, θα καλλιεργήσουμε.

Αν μας κατακλύσει η διάθεση για βόλτα, θα πάμε στην ταράτσα, θα κάνουμε ένα τηλεφώνημα και θα γελάσουμε.

Το βέβαιο είναι πως δε θα φοβηθούμε, μόνο θα προσέξουμε λιγάκι παραπάνω.

Χειροκροτώντας όλους εκείνους που προσπαθούν καθημερινά για να εξαλειφθεί (και) αυτό το φαινόμενο.

Το σουρεάλ.