Όλο και περισσότερες γυναίκες βγαίνουν σήμερα στον εργασιακό στίβο, είτε ως μισθωτές, είτε ως αυτοαπασχολούμενες, είτε ως ωρομίσθιες σε διάφορα επαγγέλματα (καθηγήτριες, καθαρίστριες, κλπ) και τελικά δεν παίζει ρόλο καθόλου η μόρφωση ή το επίπεδο σπουδών. Για τη γυναίκα ως εργαζόμενη και μητέρα λίγα πράγματα αλλάζουν ως προς το νομικό πλαίσιο. Είτε είναι δημόσιος υπάλληλος, είτε ελεύθερος επαγγελματίας, είτε ιδιωτική υπάλληλος, ο αγώνας δρόμου της το πρωί είναι ο ίδιος προκειμένου να αφήσει κάπου με ασφάλεια το παιδί της πριν φτάσει στον εργασιακό της χώρο. Ακόμη και αν αυτό είναι το να το αφήσει στη γιαγιά και τον παππού, το σύνηθες είναι η μητέρα να έχει αυτόν το ρόλο του καθημερινού αποχωρισμού.
Η δυσκολία αυξάνεται όταν τα παιδιά πάνε σε 2 ή 3 διαφορετικά σχολεία και οι αποστάσεις αυξάνονται. Τα παιδιά αναγκάζονται να ξυπνήσουν πριν ακόμη χαράξει για να προετοιμαστούν και να είναι όλα στην ώρα τους. Όλα αυτά συνοδεύονται με εκνευρισμό, άγχος και υπερένταση, τα οποία διαχέονται σε όλους όσους συναναστρέφονται με τη γυναίκα. Τον σύζυγο, τον οδηγό στο φανάρι, τη δασκάλα ή τη γιαγιά, το διευθυντή, τον πρώτο πελάτη ή τον συνάδελφο. Δικαιωματικά της ανήκει ο τίτλος του σούπερ ήρωα.
Οι εργαζόμενες μητέρες έχουν πολύ περισσότερο στρες από τους υπόλοιπους πολίτες. Για την ακρίβεια, καταγράφεται ότι οι μητέρες με ένα παιδί έχουν 18% περισσότερο άγχος, ενώ στις μητέρες με δύο παιδιά παρατηρείται αύξηση της τάξεως του 40%. Ασφαλώς όσο ο αριθμός των παιδιών αυξάνεται, τόσο μεγαλύτερα είναι τα ποσοστά στρες, πίεσης αίματος κι επιπέδων ορμονών. Αυτό είναι το βασικό εύρημα έρευνας των Πανεπιστημίων του Μάντσεστερ και του Έσεξ, η μεγαλύτερη του είδους της στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε δείγμα 6.025 γυναικών.
Οι έντεκα δείκτες που αναλύθηκαν, γνωστοί ως «βιοδείκτες», προσδιορίζουν το μέτρο της σωρευτικής φθοράς στα φυσιολογικά συστήματα του σώματος, γεγονός που μπορεί να υποδεικνύει κακή υγεία και μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι μόνο η μείωση των εργάσιμων ωρών οδηγεί σε μείωση του άγχους. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις αυξημένες εργασιακές απαιτήσεις, μοιραία δημιουργούν σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον της γυναίκας ως μητέρας κι ως εργαζόμενης.
Αυτός είναι κι ένας λόγος που όσο περισσότερο συμμετέχουν οι γυναίκες στον εργασιακό βίο, τόσο λιγότερες γυναίκες αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί. Η ανασφάλεια κι η αβεβαιότητα για το αν θα μπορέσουν να το αναθρέψουν σωστά και με την απαιτούμενη φροντίδα, αλλά και ο φόβος να μη χάσουν την εργασία τους οδηγούν σε αυτή την αποτροπή. Εξαιτίας αυτού, ακόμη κι αν αποφασίσει μια γυναίκα να δημιουργήσει τη δική της οικογένεια, θα το κάνει σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία απ’ ότι τα παλιότερα χρόνια.
Όσο και αν η πολιτεία έχει θεσπίσει άδειες λοχείας και επιδόματα μητρότητας, δεν αρκούν αυτά για να πείσουν τις σύγχρονες γυναίκες να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά. Έτσι συνήθως οι περισσότερες οικογένειες μένουν με ένα παιδί. Από τη μία αποτελεί ένα νέο μεγάλο έξοδο από τη γέννηση ως την ενηλικίωσή του και όχι μόνο. Από την άλλη μεγαλώνει ο Γολγοθάς του πώς θα μπορέσει να εργαστεί η μητέρα χωρίς αυτό να επηρεάσει την εργασιακή της απόδοση. Άλλη μία ανησυχία της είναι η διατήρηση της θέσης της στον χώρο εργασίας χωρίς συνέπειες (μείωση ωραρίου και απολαβών, απώλεια θέσης, απόλυση, παραίτηση, κλπ).
Δυστυχώς δεν υπάρχει η κατάλληλη κρατική πρόνοια για τη φύλαξη των νηπίων. Σε αυτά τα τρυφερά για τα παιδιά χρόνια και τα πιο ευαίσθητα για την ψυχολογία της μητέρας, οι δομές της πολιτείας είναι ελάχιστες. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι με αγανάκτηση τις φορές που τα δύο μου νήπια έμεναν εκτός βρεφονηπιακού σταθμού όσο εγώ εργαζόμουν από τις 8 το πρωί. Τα κριτήρια εισδοχής τους γύρω στο 2005 ήταν καθαρά εισοδηματικά και ενώ πολλές μητέρες εργάζονταν μόνο εποχιακά, εμφάνιζαν ως εκ τούτου πολύ λιγότερα εισοδήματα από εμένα και τον σύζυγό μου.
Το αποτέλεσμα ήταν εμείς που το είχαμε ανάγκη να μην μπορούμε να βάλουμε τα παιδιά μας σε έναν κρατικό παιδικό σταθμό. Αναγκαστήκαμε επί 15 έτη να χρησιμοποιούμε οικιακή βοηθό, πράγμα που δεν ήταν καθόλου οικονομικό για μία πενταμελή οικογένεια. Το ότι μπορέσαμε και μεγαλώσαμε 3 παιδιά οφείλεται καθαρά στην υπερ-προσπάθειά μου ως μητέρα και εργαζόμενη αλλά και την απώλεια πολλών χρημάτων για την σωστή τους φροντίδα.
Δεν μπορώ βέβαια να παραβλέψω και τον αγώνα των μητέρων που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Ακόμη τις θυμάμαι να μεγαλώνουν τα παιδιά τους μέσα στα μαγαζιά τους και να τα διαβάζουν εκεί. Κι έπειτα τα ίδια αυτά παιδιά να μεγαλώνουν μέσα στις γειτονιές και τις πλατείες, καθώς δεν υπήρχε κανείς να τα φροντίσει.
Από την άλλη με χαρά διαπιστώνω πως μεγάλη πλέον μερίδα νέων γυναικών αρχίζει να εργάζεται από το σπίτι, προτιμώντας να είναι κοντά στα παιδιά της τα πρώτα χρόνια. Αμέριστη είναι στην ελληνική κοινωνία η συνεισφορά των παππούδων που προσφέρουν αγόγγυστα για τη φροντίδα των εγγονιών τους κι αυτό είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Την ίδια στιγμή τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη και ιδιαίτερα τα σκανδιναβικά, έχουν δημιουργήσει ένα τόσο άρτιο πλαίσιο φροντίδας για τη νέα μητέρα και το παιδί της, ώστε να έχουν γίνει πόλος έλξης μετανάστευσης από τρίτες χώρες γι’ αυτούς τους ίδιους λόγους.
Κάποιες επιλογές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρο στη δημιουργία οικογένειας είναι η εργασία με ευέλικτο ή μειωμένο ωράριο και η εποχική απασχόληση. Επιπλέον η εργασία από το σπίτι για κάποια χρόνια ή κάποιες εποχές, η ευέλικτη εργασία και των συζύγων ώστε να συμβάλουν κι αυτοί στην ανατροφή και το μεγάλωμα των παιδιών, καθώς και η ωριαία αντιμισθία.
Εν κατακλείδι, καταλαβαίνουμε ότι η γυναίκα δεν έχει να ανησυχήσει πλέον για το δικαίωμα της ψήφου, αλλά να διεκδικήσει πιο οργανωμένα το δικαίωμα στη μητρότητα παράλληλα με την εργασία με κάθε τρόπο.