Είδα το βλέμμα πριν λίγο καιρό δύο ανθρώπων και τρόμαξα. Ήταν ένας άνδρας και μία γυναίκα, περίπου στα 60 και οι δύο. Ο πρώτος είχε χάσει τη μητέρα του. Του έδωσα το χέρι με συμπάθεια να τον συλλυπηθώ στο πένθος του (αφού δεν είχα διακρίνει στο μπράτσο του τη μαύρη κορδέλα που πάντα συνόδευε τους άνδρες σε ανάλογες περιστάσεις) και χαράχτηκε ένα χαμόγελο στα χείλη του, λες κι ήταν για συγχαρητήρια. Κανένα ίχνος λύπης για την απώλειά της, κανένα απλανές βλέμμα νοσταλγίας, αγάπης, κανένα δάκρυ να στριμωχθεί στη γωνία του ματιού του, τίποτα… Σα να πέρασε κι εχάθη αυτή η μάνα που τον γέννησε και δεν του άφησε τίποτα στην ψυχή…
Το έμαθα τυχαία το άλλο πένθος. Γυναίκα που είχε χάσει τον πατέρα της. Πλούσια κληρονόμος επίσης. Χτύπησα την πόρτα του γραφείου και μπήκα για να δώσω την κάρτα μου λόγω εκλογών. Συλλυπητήρια για τον πατέρα σας, λέω. Δεν το είχα μάθει, το έμαθα πρόσφατα από τον σύζυγό σας. Ένα βλέμμα αδιαφορίας, σαν ένα νεύμα που έλεγε «ε, εντάξει δεν έγινε και τίποτα, μεγάλος άνθρωπος ήταν». Είναι οι ώρες που το στόμα δε μιλάει, μα μιλούν τα μάτια.
Είδα το βλέμμα πολλών ανθρώπων πρόσφατα. Ήταν σα να πέρασε κινηματογραφικά μπροστά μου όλη η πελατεία της τράπεζας που εργάστηκα, μέσα σε λίγες μέρες. Λογιώ λογιώ άνθρωποι, κάθε φύλου, κάθε κοινωνικού στάτους κι είδα βλέμματα που καθρέφτιζαν αυτό που τελικά είναι ο καθένας. Ή μήπως εγώ πια έμαθα να τα ξεχωρίζω και να πιστεύω τα βλέμματα πια κι όχι τα λόγια…
Το πένθος σίγουρα είναι του καθενός. Σκέφτομαι όμως πώς ο σημερινός εξηντάρης που μεγάλωσε σίγουρα μέσα σε περισσότερη ενσυναίσθηση και κοινωνική ευαισθησία, έφτασε να έχει ένα τέτοιο βλέμμα στην απώλεια. Δεν θέλω να φανταστώ τον σημερινό τριαντάρη που μεγάλωσε θεωρώντας τα πάντα ως δεδομένα από την οικογένειά του, τί βλέμμα θα έχει στην ίδια στιγμή μιας μεγάλης απώλειας όπως η μάνα… Αλήθεια, ούτε τον σημερινό δεκαοκτάρη, γι αυτό τρόμαξα….