Είχα διαβάσει πρώτα το «Κάποτε στη Μυτιλήνη» κι είχα ενθουσιαστεί και μετά έγραψα στη σελίδα της Ευδοκίας στο Facebook που βρήκα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της  για να τη συγχαρώ για το πόνημά της. Τα τελευταία χρόνια οι συγγραφείς είναι σύγχρονοί μας άνθρωποι, δεν είναι ο Βενέζης, ο Τερζάκης, ο Καζαντζάκης και λοιποί που τιμήθηκαν μετά τον θάνατό τους, κι έτσι έχουμε την ευτυχία να τους γνωρίσουμε από κοντά σε παρουσιάσεις των βιβλίων τους, να λάβουμε αναμνηστική τους αφιέρωση, κλπ. Όλο αυτό μας φέρνει κοντύτερα, έτσι ώστε να καταλάβουμε πως είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν κι εμάς, καθημερινοί και γήινοι, μόνο που ξέρουν καλύτερα να εκφράζονται στο χαρτί και να τολμούν όλο αυτό να το βγάλουν παραέξω.

Έτσι και η Ευδοκία, απλή, προσιτή, μα συνάμα και εντυπωσιακή γυναίκα, με άστρο, με ευχαρίστησε πολλές φορές για τα όσα όμορφα της είχα γράψει και που διαφήμισα το βιβλίο της στους πολυάριθμους συμπατριώτες μου.

Δεν γινόταν εγώ μια γνήσια μυτιληνιά να μην την συγχαρώ, να μην τη συστήσω ή να μην τη συναντήσω. Όταν ο άνθρωπος είναι γλυκός, προσιτός και ζητάει να πιεις καφέ μαζί του, γίνεται να αρνηθείς, ακόμη και αν το πρόγραμμά σου στην Αθήνα είναι στριμωγμένο? Πόσο τιμητικό μια γυναίκα που μόλις γνώρισες να σου εκμυστηρευτεί ακόμη και μυστικά της?

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ

Διάβασα το βιβλίο καλοκαίρι καιρό όταν έβραζε η πέτρα ακόμη. Εγώ όμως μεταφερόμουν νοερά καθώς διάβαζα, στο αγαπημένο μου νησί, όλες τις εποχές του χρόνου. Στην παγωνιά του χειμώνα τότε που το λιομάζωμα είναι στο φόρτε του και πολλές φίλες μου δουλεύουν ακόμη κάτω από αντίξοες συνθήκες τη γη, όπως κάναμε γκρινιάζοντας ως παιδιά και τελικά το παρατήσαμε για να ξανοιχθούμε γι «άλλες πολιτείες». Ένιωσα τη φτώχια των ανθρώπων αυτών των υπερήφανων που δέχονταν τα χτυπήματα της μοίρας αγόγγυστα σαν σταλμένα από τον Θεό, ένιωσα τα σκιρτήματα της άνοιξης ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, της ελιάς, της καστανιάς και όλων των άλλων δέντρων στην ευλογημένη περιοχή της Αγιάσου και της Θερμής. Ταξίδεψα κι εγώ με τους ήρωες κι έπασχα μαζί τους. Δάκρυσα, θύμωσα, θαύμασα την αξιοπρέπεια, την αυτοθυσία, το βουβό πόνο των ηρώων που πραγματικά βίωσαν μία τραγωδία, σαν πολλές άλλες που διαδραματίστηκαν τα χρόνια εκείνα και σε άλλα μέρη της χώρας, πίσω από κλειστές πόρτες και κλειστές κουρτίνες, στο «αθόρυβο» για να μην προκαλέσουν, σε όλες τις μικρές κοινωνίες, όπου επικρατεί το «σούσουρο» μπροστά στο νέο, στο αξιοπερίεργο, το πρωτότυπο, το ασυνήθιστο, το «ξένο», το αταίριαστο.

Είναι μια ρομαντική ιστορία, όπως και να έχει, αληθινή και γνήσια, που είναι η Μυτιλήνη η ίδια, σαν το νησί των αντιθέσεων, σαν το νησί του έρωτα, που ύμνησαν συγγραφείς και ποιητές αιώνες πριν. Έχει ένα δίκαιο τέλος θα έλεγα, δίνοντας την ευκαιρία να σκιαγραφήσουμε τη γυναίκα της Μυτιλήνης που με τον δυνατό χαρακτήρα της και την αποφασιστικότητά της δίνει την ιδανική λύση, καλύτερα κι από τον άντρα πολλές φορές.

 

ΒΑΘΙΑ ΝΕΡΑ

Γινόταν να μη συνεχίσω την εξερεύνηση στα βιβλία της φίλης μου πια? Όχι, κι έτσι αγόρασα το δεύτερό της βιβλίο για να ξεναγηθώ σε όσα κατά καιρούς μοιραζόταν μαζί μου και με τους αναγνώστες της μέσω των κοινωνικών δικτύων. Χαιρόμουν κι εγώ με τη χαρά της κάθε φορά που εξερευνούσε τα Γιάννενα και τη Λίμνη, γιατί ήξερα ότι «κόβει και ράβει» δημιουργικά. Την ένιωθα να περπατά πλάι στη Λίμνη, όχι όμως ως τουρίστας αλλά ως εξερευνητής, προσπαθώντας να μπει στο μυαλό και την ψυχή των νέων ηρώων της. Κι έγραψε τελικά ένα υπέροχο βιβλίο βασισμένο τόσο σε αληθινές διηγήσεις, όσο και σε θρύλους. Όποιος έχει πάει στα Γιάννενα θα θυμηθεί όλη τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και πέρα από το τουριστικό ενδιαφέρον στο Νησί και γύρω από το Κάστρο, διαβάζοντας θα συνδέσει καλά το τώρα με το τότε, ξεδιπλώνοντας όλη την ιστορία της πόλης για να καταλάβει αυτό που είδε τώρα. Θα καταλάβει την απομόνωση του νησιού αλλά και άλλων νησιών της χώρας το χειμώνα, και γιατί δημιουργούν κοινωνίες κλειστές όπου τίποτα δε μένει κρυφό.

Διηγείται μια τραγική ιστορία όπου ο θύτης είναι ταυτόχρονα και θύμα της ίδιας του της μοίρας, που δεν έχει το σθένος να την αλλάξει αλλά μένει άπρακτος να «λιμνάζει» γύρω από τη Λίμνη που τον αιχμαλωτίζει σε έναν κλοιό, που για να αποδράσει επιτέλους πρέπει κι ο ίδιος να δώσει το αίμα που πήρε. Εγωισμός, ανδρική αξιοπρέπεια, παραφροσύνη, αχόρταγα κι ακαταλάγιαστα πάθη, παρασύρουν στο στρόβιλό τους γυναίκες νέες, άγουρες  κι ευάλωτες, έρμαια στα χέρια του, που τελικά δεν βοήθησαν καθόλου να επέλθει η γαλήνη, ακόμη και μετά τη θυσία τους. Από το διάβα μας περνούν Νεράιδες της Λίμνης, πόρνες από τα χαμόσπιτα γύρω από τη Λίμνη, κοπέλες αμόλυντες που θυσιάζονται στο βωμό του έρωτα, όπως η κυρά-Φροσύνη και οι συντρόφισσές της.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση ένιωσα το ίδιο δέος και θλίψη με τη μέρα που επισκέφθηκα το Μουσείο του Αλη Πασά στο Νησάκι, μπροστά στην πολύ επιτυχημένη αναπαράσταση του πνιγμού των γυναικών στη Λίμνη.