Ένας μετανάστης περπατά στο κέντρο της Αθήνας.

Βλέπει τον κόσμο που τρέχει να προλάβει. Μετρό, τραμ, λεωφορείο,δουλειές.

Παρατηρεί πως τον κοιτάζουν σαν να διαφέρει.

Η αλήθεια είναι πως το αντιλαμβάνεται. Δεν είναι ούτε αρκετά δικός τους, ούτε αρκετά ντόπιος στα μέρη του. Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει, είναι τι τον κάνει να είναι τόσο διαφορετικός. Και γιατί εν τέλει, αυτή η διαφοροποίηση να είναι πλήγμα.

Τον κατηγορούν βλέπεις για τις αποφάσεις που πήρε ο Πρωθυπουργός του και οι Υπουργοί τους. Ισχυρίζονται πως φταίει αυτός για τον πόλεμο, για την ανεργία, για τις κλοπές.

Η αλήθεια είναι πως όταν ο άνθρωπος δεν έχει να φάει δεν σκέπτεται καθαρά. Ούτε όταν είναι θολωμένος από ιδεολογίες, προτροπές, προκαταλήψεις.

Κοίταξέ τους. Είναι γεμάτοι από αυτές. Μπορεί να έχουν να φάνε, ή να ντυθούν, μπορεί να τα δικαιούνται όλα αυτά, διότι είναι ο κόπος τους (τουλάχιστον ορισμένων), αλλά δεν έχουν καταφέρει να αποκτήσουν το βλέμμα της ανθρωπιάς.

Να πετάξουν στα σκουπίδια τον φόβο, που είναι η αιτία να τον κοιτάζουν με καχυποψία και να του πουν μια καλημέρα.

Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Πολλοί δεν τον έκριναν με βάση την καταγωγή του. Όλοι όσοι τον βοήθησαν, τώρα κινούνται και αυτοί κάπου στο κέντρο της Αθήνας.

Ίσως και εκείνοι να αποζητούν έναν κόσμο καλύτερο, γεμάτο με ευκαιρίες, αποδοχή και αλληλεγγύη.

Αναζητούσε ένα ξεκίνημα, μα οι συμβάσεις δεν του το επέτρεψαν.

Πώς, αλήθεια, να στεριώσει κάποιος που δεν είναι ούτε ακριβώς ντόπιος, ούτε ακριβώς ξένος, στα χρόνια της κρίσης;

«Τα μεταναστευτικά κύματα αυξήθηκαν», διαβάζει στην εφημερίδα.

Και έπειτα, πάει να δουλέψει για 200 ευρώ, ανασφάλιστος.

Σε μία χώρα που κάποτε ήταν η πατρίδα του.

Σταματία Καλλιβωκά